περίτροχα

περίτροχα
περίτροχος
circular
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιτροχάσει — περιτροχά̱σει , περιτροχάω aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) περιτροχά̱σει , περιτροχάω fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) περιτροχά̱σει , περιτροχάω fut ind act 3rd sg (doric aeolic) περιτροχά̱σει , περιτροχάω aor subj act 3rd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτροχᾶς — περιτροχᾶ̱ς , περιτροχάω pres ind act 2nd sg (doric) περιτροχᾶ̱ς , περιτροχάω pres ind act 2nd sg (doric) περιτροχᾶ̱ς , περιτροχάζω walk round fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίτροχος — η, ο / περίτροχος, ον, ΝΜΑ [περιτρέχω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περίτροχο σύσκευο από σχοινί με κόμπους που χρησιμοποιείται για την ανολκή τού σχοινιού ή τής αλυσίδας τής άγκυρας μσν. αρχ. 1. κυκλοτερής, σφαιρικός (α. «ἐν δὲ μετώπῳ λευκόν σῆμ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”